- κερκίδι
- κερκίςweaver's shuttlefem dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κερκίδα — I (Αρχαιολ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, που αναφέρεται στα τμήματα σφηνοειδούς μορφής του κοίλου των αρχαίων ελληνικών θεάτρων, που περιλάμβαναν τα καθίσματα για τους θεατές. Οι κ. διαχωρίζονταν οριζόντια με τα διαζώματα (τους… … Dictionary of Greek
κερκίδ' — κερκίδα , κερκίς weaver s shuttle fem acc sg κερκίδι , κερκίς weaver s shuttle fem dat sg κερκίδε , κερκίς weaver s shuttle fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)